- φωρώ
- -άω, ΜΑβλ. φωρώμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωρῶ — φωράω search after a thief pres imperat mp 2nd sg φωράω search after a thief pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φωράω search after a thief pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φωράω search after a thief pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρώμαι — φωρῶ, άω, ΝΜΑ [φωρά] (λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, άομαι α) συλλαμβάνομαι επ αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσα β) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.) μσν. στρέφω τη… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
AUTOPHORI — Graece αὐτόφωροι, l. 3. de furt. Institut. de obl. guae ex delicto nase. §. Furtorum. 3. non solum sunt fures manifesti, sed etiam omnes, qui in quocumque alio crimine deprehenduntur: non ἀπὸ τῶν φώρων, ut nonnulli censent, sed a verbo φωρὼ,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιφωρώ — ἐπιφωρῶ, άω (Α) ανακαλύπτω σ’ ένα πράγμα, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωρώ «ανακαλύπτω, συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω» (< φωρ «κλέφτης»)] … Dictionary of Greek
ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] … Dictionary of Greek
ιεροφωρώ — ἱεροφωρῶ, έω (Α) επιγρ. ἱεροσυλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωρώ (< φωρος < φωρ «κλέπτης»)] … Dictionary of Greek
καταφωρώ — καταφωρῶ, άω (Α) 1. συλλαμβάνω κάποιον «επ αυτοφώρω» να κλέβει 2. (γενικώς) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωρῶ, «αναζητώ κλέφτη, ανακαλύπτω» (< φωρά «ανακάλυψη, έρευνα» < φώρ «κλέφτης»)] … Dictionary of Greek
προφωρώ — άω, Α ανακαλύπτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φωρῶ «αναζητώ τα ίχνη κλέφτη, ανακαλύπτω»] … Dictionary of Greek
φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… … Dictionary of Greek